πολυτοκία

πολυτοκία
η, ΝΑ [πολύτοκος]
η ιδιότητα τού πολυτόκου, το να γεννάει κανείς πολλά παιδιά είτε σε έναν τοκετό είτε επανειλημμένως («ὤστε καὶ δύο τεκεῖν ἐν ἡμέρᾳ, μετὰ τὴν πολυτοκίαν ἀπέθανον», Αριστοτ.)
νεοελλ.
μτφ. ευφορία, γονιμότητα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πολυτοκία — πολυτοκίᾱ , πολυτοκία fecundity fem nom/voc/acc dual πολυτοκίᾱ , πολυτοκία fecundity fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυτοκίᾳ — πολυτοκίᾱͅ , πολυτοκία fecundity fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυτοκίας — πολυτοκίᾱς , πολυτοκία fecundity fem acc pl πολυτοκίᾱς , πολυτοκία fecundity fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυτοκίαν — πολυτοκίᾱν , πολυτοκία fecundity fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυγονία — η, ΝΜΑ [πολύγονος] 1. μεγάλη γονιμότητα 2. πολυτοκία («τοῖς μὲν ὀλιγογονίαν προσῆψε τοῖς δ ἀναλισκομένοις ὑπὸ τούτων πολυγονίαν», Πλάτ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”